- ἀναλλοιώτου
- ἀναλλοίωτοςunchangeablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαραλλαξία — ἀπαραλλαξία, η (Α) η ιδιότητα του αμετάβλητου, του αναλλοίωτου … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
αειπάρθενος αριθμός — Ονομασία του αριθμού 7, κατά τους Πυθαγόρειους, επειδή ούτε διαιρείται ούτε πολλαπλασιάζεται με άλλον, εκτός από τη μονάδα, μέσα στα πλαίσια της δεκάδας. Τον θεωρούσαν ιερό και υπερκόσμιο σύμβολο του αναλλοίωτου υπέρτατου όντος που κυβερνά τα… … Dictionary of Greek
Ελεατική σχολή — Αρχαία φιλοσοφική σχολή με έδρα την Ελέα, πόλη της Κάτω Ιταλίας. Ιδρυτής της θεωρείται ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, ο οποίος αρνείται την ανθρωπομορφική πολλαπλότητα του θείου και εισηγείται τον μονοθεϊσμό. Κύριος εκπρόσωπος της σχολής υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… … Dictionary of Greek
αναλλοίωτος — η, ο επίρρ. α 1. αμετάβλητος: Τα χρώματα αυτού του υφάσματος είναι αναλλοίωτα. 2. σταθερός, ακλόνητος: Διατηρεί αναλλοίωτες τις απόψεις του στο ζήτημα αυτό. 3. το ουδ. ως ουσ., το αναλλοίωτο η ιδιότητα του αναλλοίωτου: Τα ευγενή μέταλλα έχουν το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)